- ἐπολοφύρομαι
- ἐπ-ολοφύρομαι, dabei jammern, darüber wehklagen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επολοφύρομαι — ἐπολοφύρομαι (Α) [ολοφύρομαι] θρηνώ, οδύρομαι για κάτι («ἐπολοφύρεσθαι ταῑς τῆς πατρίδος συμφοραῑς», Ιώσ.) … Dictionary of Greek